-
1 akıldışı
παράλογος, Εξωλογικός -
2 irrasyonel
παράλογος, άλογος -
3 mantıksız
παράλογος -
4 illogique
παράλογος -
5 absurdní
παράλογος -
6 absurdnost
παράλογος -
7 nesmyslný
παράλογος -
8 absurd
παράλογος -
9 absurdalny
παράλογος -
10 bezsensowny
παράλογος -
11 nonsens
παράλογος -
12 нерассудительный
επ., βρ: -лен, -льна, -оπαράλογος•нерассудительный человек παράλογος άνθρωπος.
-
13 Awakening
subs.P. ἔγερσις, ἡ.met., surprise: P. παράλογος, ὁ.Theirs was a rude awakening: P. ὁ παράλογος αὐτοῖς μέγας ἦν (Thuc. 7, 55).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Awakening
-
14 алогизм
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > алогизм
-
15 иррациональный
1. мат. ασύμμετρος 2. филос. αντιορθολογιστικός, αλόγοστος, άλογος, παράλογος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > иррациональный
-
16 нелогично
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нелогично
-
17 бессмысленный
бессмысленный 1) παράλο γος ανόητος 2) (бесцельный ) άσκοπος* * *1) παράλογος; ανόητος2) ( бесцельный) άσκοπος -
18 абсурдный
абсурд||ныйприл παράλογος, ἀτοπος, ἀνόητος. -
19 безумец
безу́м||ецм1. ὁ παράφρονας [-ων], ὁ τρελλός;2. (безрассудный человек) ὁ ἄλογος, ὁ παράλογος, ὁ ἀπερίσκεπτος. -
20 бессмысленный
бессмысленн||ыйприл παράλογος, ἀνόητος/ἄσκοπος (бесцельный).
См. также в других словарях:
παράλογος — beyond calculation masc/fem nom sg παράλογος beyond calculation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράλογος — η, ο, ΝΑ αυτός που λέγεται ή γίνεται αντίθετα με τον ορθό λόγο, έξω από τους κανόνες τής λογικής, άλογος («παράλογες αξιώσεις») 2. αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει όταν και όπως δεν τόν περιμένει κανείς, απροσδόκητος, ανέλπιστος («τὰς αἰφνιδίους καὶ … Dictionary of Greek
παράλογος — η, ο αυτός που δε συμφωνεί με τη λογική, ο άστοχος, ασύνετος, ανόητος, ο μη λογικός: Με το μεθυσμένο υπάρχει συνεννόηση, με τον παράλογο όχι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραλογώτερον — παράλογος beyond calculation masc acc comp sg παράλογος beyond calculation neut nom/voc/acc comp sg παράλογος beyond calculation adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλόγως — παράλογος beyond calculation adverbial παράλογος beyond calculation masc/fem acc pl (doric) παράλογος beyond calculation masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράλογον — παράλογος beyond calculation masc/fem acc sg παράλογος beyond calculation neut nom/voc/acc sg παράλογος beyond calculation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογωτάτων — παράλογος beyond calculation fem gen superl pl παράλογος beyond calculation masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογωτέρων — παράλογος beyond calculation fem gen comp pl παράλογος beyond calculation masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογώτατα — παράλογος beyond calculation adverbial superl παράλογος beyond calculation neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογώτατον — παράλογος beyond calculation masc acc superl sg παράλογος beyond calculation neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλόγοις — παράλογος beyond calculation masc/fem/neut dat pl παράλογος beyond calculation masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)